φασιστοειδής

φασιστοειδής
-ές, Ν
1. φασιστικός
2. αυτός που αποκλίνει προς τον φασισμό
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα φασιστοειδή
οι φασίστες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φασίστας + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”